ἑλληνισμός
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ὁ, imitation of the Greeks, Hellenism, LXX 2 Ma. 4.13.
use of a pure Greek style and idiom, as an ἀρετὴ λόγου, Diog. Bab. Stoic. 3.214, cf. Phld. Po. 2.18, ADysc. Pron. 71.25, S.E. M. 1.98; ἔνιοι λέγουσιν Ἑ. εἶναι τὸν ποιητήν (i.e. Homer), Lex.Vind. 311; περὶ Ἑλληνισμοῦ, title of works by Seleucus, Ath. 9.367a; by Ptolemy of Ascalon, Philoxenus and Tryphon, Suid.; κανόνες Ἑλληνισμοῦ, title of work by Irenaeus, Id.
use of the κοινή, opp. to strict Atticism, POxy. 1012 Fr. 17.
paganism, Jul. Epic 84a; ἡ τοῦ Ἑ. δυσσέβεια Cod.Just. 1.11.9.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I ref. a la cultura y relig. griegas
1 helenismo, helenidad de la fil. griega ἐξ Ἑλληνισμοῦ μὲν αἱρέσεις τέσσαρες· Πυθαγορείων, Πλατωνικῶν, Στωϊκῶν, Ἐπικουρείων Epiph.Const.Anc.12.8.
2 op. al cristianismo paganismo
a) de la relig. de origen o influencia griegos νενικῆσθαι τὸν Ἑλληνισμὸν ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1316A, ἡ δὲ καθ' ὑμᾶς διδασκαλία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἄθεος πολυθεία Mart.Ign.Rom.8.2, cf. Eus.DE 1.2 (p.7), Gr.Nyss.Eun.3.9.59, <ὁ> Ἑ. οὔπω πράττει κατὰ λόγον Iul.Ep.84.429c, οὐ μεταπείθετε ἀπὸ χριστιανῶν εἰς ἑλληνισμόν Ath.Al.V.Anton.78.3, Bas.Sel.Or.M.85.177A
•op. tb. al Ἰουδαισμός: ὁ θεὸς ... ἀνεῖλεν Ἰουδαισμόν τε καὶ Ἑλληνισμόν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1249B, cf. 1316B, Basil.Hex.9.6, Ath.Al.H.Ar.56.2, Eus.Em.Fr.Gal.4.4-11;
b) gener. del paganismo consistente en la idolatría y politeísmo anteriores a Cristo Σεροὺχ ... ἀφ' οὗ ἤρξατο εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἡ εἰδωλάτρεια τε καὶ ὁ Ἑ. Epiph.Const.Haer.1.3.4, ἐρωτηθήσονται ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ αἱ γλῶσσαι ἐκεῖναι καὶ ὁ ἑ. καὶ οἵτινες ἐπίστευον εἰς τὰ εἴδωλα 1Apoc.21
•considerado una de las «madres» de las herejías, Epiph.Const.Haer.2.10.4.
2 imitación de lo griego, helenización ἀκμή τις Ἑλληνισμοῦ καὶ πρόσβασις ἀλλοφυλισμοῦ cierta culminación de la helenización e introducción del extranjerismo LXX 2Ma.4.13.
II ref. la lengua
1 uso del griego, empleo de la lengua griega ὡς οἱ βάρβαροι οἱ εἰσαγόμενοι εἰς τὸν ἑλληνισμόν, οὐκ ἰσχύοντες ἀρτιστομεῖν Str.14.2.28, τὸ βαρβαρίζειν μετήνεγκαν εἰς τὰς περὶ ἑλληνισμοῦ τέχνας Str.14.2.28, cf. Phld.Po.1.100.12
•dif. del Ἀττικισμός Poll.4.22.
2 corrección en el uso del griego παρ' ᾧ (Homero) τὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἠκρίβωται Aristarch. en A.D.Pron.71.25, (παράδοσις) κατὰ τὸν ἑλληνισμόν A.D.Synt.36.28, οἷς Ἑλληνισμοῦ τε καὶ χάριτος ἔμελε de unos libros del propio Sinesio, Synes.Ep.154 (p.272), ἀρεταὶ δὲ λόγου εἰσὶ πέντε· Ἑ., σαφήνεια, συντομία, πρέπον, κατασκευή D.L.7.59, cf. Hdn.Sol.308, Aphth.Prog.2
•establecida por tradición γενομένη ἐν Ἑλληνισμοῦ παραδοχῇ A.D.Adu.168.9, ἔνιοι μὲν λέγουσιν ἑλληνισμὸν εἶναι τὸν ποιητήν, ἔνιοι δὲ τὴν κοινὴν διάλεκτον, ἥτις ἐγένετο συνελθόντων τῶν Ἑλλήνων εἰς Ἴλιον, ἄλλοι δὲ τὴν ἐτυμολογίαν Hdn.Sol.311
•indif. a la diferencia dialectal ἐ. ... τὸ πάσαις ταῖς διάλεκτοις ὀρθῶς χρῆσθαι Hdn.Sol.311.9
•Περὶ Ἑλληνισμοῦ tít. de varias obras sobre corrección léxica, de Filoxeno, Philox.Gramm.288, de Trifón, Ammon.Diff.132, de Seleuco, Crates Hist.11.
3 empleo de la lengua griega común o κοινή op. Ἀττικός anón. en POxy.1012.17.2, 4, 6, 8.
4 griego, lengua griega μεταλαμβάνοντες εἰς Ἑλληνισμὸν τὰ Ἑβραίων Origenes Io.10.40.
German (Pape)
[Seite 801] ὁ, die Eigenthümlichkeit der griechischen Sprache, Ath. IX, 367 a, und oft bei Gramm., bes. der richtige Gebrauch der Sprache. Bei den K. S. der griechische, heidnische Unterricht, Bildung.
Greek Monolingual
ο (AM ἑλληνισμός)
νεοελλ.
1. το σύνολο όλων τών Ελλήνων ή τών Ελλήνων που ζουν σε ξένη περιοχή («ολόκληρος ο ελληνισμός», «ο ελληνισμός της διασποράς», «ο ελληνισμός της Αυστραλίας»)
2. ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική παράδοση
3. η περίοδος μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, οπότε διαδόθηκε στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή ο ελληνικός πολιτισμός ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
αρχ.-μσν.
ειδωλολατρία, η αρχαία θρησκεία
αρχ.
1. η μίμηση του πολιτισμού τών Ελλήνων
2. (για λόγο) η χρήση καθαρής ελληνικής γλώσσας
3. η χρήση της Κοινής, σε αντίθεση προς την αττική διάλεκτο.
Russian (Dvoretsky)
ἑλληνισμός: ὁ эллинизм, (чисто) греческий оборот речи Sext.