εὐτυχία
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
Ion. εὐτυχίη, ἡ, good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.; τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι = may my misfortune turn to good fortune Antipho 2.4.4; defined, Arist.Rh.1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, ἐπ' εὐτυχίαισιν = fortunately, E.IT1490 (anap.), Ar.Ec.573 (lyr.); πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Pl.Men.72a; κατά τινα θείαν εὐτυχίαν Id.Lg.798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία = success in war, fortune in war Th.1.120: pl., εὐτυχίαι = pieces of good luck, successes, Id.2.44.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
succès, bonheur ; αἱ εὐτυχίαι succès, prospérités.
Étymologie: εὐτυχής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτῠχία: (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ τύχη, ἐπιτυχία, εὐημερία, Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ εὐδαιμονία ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ εὐτυχία Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.
English (Slater)
εὐτῠχία success κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.
German (Pape)
ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Erlangen des Wunsches, Glück, ὧν ἡ τύχη ἀγαθῶν αἰτία, ταῦτα γίγνεσθαι καὶ ὑπάρχειν Arist. rhet. 1.5, der sie von der εὐδαιμονία unterscheidet, Eth. 7.14 ; εὐτυχίαν κραίνειν Pind. Ol. 6.81 ; οὐδ' εὐτυχίας μέτεστί μοι Eur. Suppl. 956, öfter ; Her. 1.32 ; εὐτυχίᾳ κεχρῆσθαι, Glück haben, Plat. Men. 72a ; κατά τινα θείαν εὐτυχίαν Legg. VII.798b ; nicht selten im plur., wie Her. 3.40 ; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία, Kriegsglück, Thuc. 1.120, öfter ; ἐπ' εὐτυχίᾳ Eur. I.T. 1490, ἐπ' εὐτυχίαισιν Ar. Eccl. 573, zum Glück, wie Plat. Phaedr. 245b.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) ευτυχώ
το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία του σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ.
β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)
νεοελλ.
καλή μοίρα, καλό ριζικό
μσν.
πληθ. αἱ εὐτυχίαι
οι ηδονές
αρχ.
1. φρ. α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — είμαι τυχερός
β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως
γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ εὐτυχία» — η πολεμική επιτυχία
2. πληθ. αἱ εὐτυχίαι
τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.
Greek Monotonic
εὐτῠχία: ἡ, καλή τύχη, επιτυχία, ευημερία, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι, σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτῠχία: ион. εὐτῠχίη ἡ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех (ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.): ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ Eur., Plat. и ἐπ᾽ εὐτυχίαισιν Arph. счастливо или на счастье, к счастью.
Middle Liddell
εὐτῠχία, ἡ, [from εὐτῠχής]
good luck, success, prosperity, Hdt., Trag., etc.; εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.:—in pl. successes, Thuc.
English (Woodhouse)
happiness, prosperity, good fortune, good luck
Translations
Armenian: հաջողություն; Aymara: sami; Chichewa: mwayi; Chinese Cantonese: 好彩; Mandarin: 好運, 好运, 幸運, 幸运, 機緣, 机缘, 造化, 福氣, 福气, 運氣, 运气, 紅運, 红运, 大幸; Czech: štěstí; Danish: held; Finnish: hyvä onni; French: veine, bol, cul; Gothic: 𐌰𐌿𐌳𐌰𐌲𐌴𐌹; Ancient Greek: εὐτυχία; Icelandic: gæfa; Irish: sonas; Japanese: 好運; Latin: felicitas; Manx: sonnys; Polish: szczęście; Portuguese: sorte; Quechua: sami; Russian: удача, везение; Scottish Gaelic: sonas; Spanish: suerte; Telugu: సౌభాగ్యము; Tocharian B: sakw; Turkish: iyi şans; Ugaritic: 𐎈𐎑𐎚; Volapük: benofät