δικτυεύς
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
έως, ὁ, one who fishes with nets, Str.8.7.2, Ael.NA1.12.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
pescador con red Ael.NA 1.12, Str.8.7.2, Poll.7.137.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Netzfischer, Ael. H. A. 1, 12; Strab. VIII p. 384.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυεύς: έως, ὁ, ὁ διὰ δικτύων ἁλιεύων, Στράβων 384, Αἰλ. π. Ζ. 1. 12.
Greek Monolingual
δικτυεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) -ευς (πρβλ. αλιεύς)].