βαρυβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 18:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρεμέτης Medium diacritics: βαρυβρεμέτης Low diacritics: βαρυβρεμέτης Capitals: ΒΑΡΥΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: barybremétēs Transliteration B: barybremetēs Transliteration C: varyvremetis Beta Code: barubreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).

German (Pape)

[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.

Greek Monolingual

βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρεμέτης: глухо гремящий, грохочущий, рокочущий (Ζεύς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρεμέτης -ου βαρύς, βρέμω zwaar donderend (van Zeus). Soph. Ant. 1117.

Middle Liddell

βρέμω
loud-thundering, Soph.