δομή

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομή Medium diacritics: δομή Low diacritics: δομή Capitals: ΔΟΜΗ
Transliteration A: domḗ Transliteration B: domē Transliteration C: domi Beta Code: domh/

English (LSJ)

ἡ, (δέμω) A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch. II Alex. word for δέμας, A.R.3.1395, Nic.Th.153, Lyc.334,597,783.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 constitución fís., tamaño, cuerpo κήτεσσι δομὴν ἀτάλαντοι ἰδέσθαι por su tamaño parecen monstruos marinos A.R.3.1395, ὅταν ... ἀλλάξῃς δομήν Lyc.334, σμώδιγγα προσμάσσων δομῇ Lyc.783, cf. 597, κόχλοισι δομὴν ἰνδάλλεται se parece en el cuerpo a los caracoles Nic.Th.153, cf. 259, Hsch.
2 construcción, edificación Hsch.
3 δ.· τρόπων κατασκευή Hsch.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, 1) der Bau, das Gebäude, VLL. – 2) = δέμας, Ap. Rh. 3, 1395 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
construction ; p. anal. charpente du corps, corps.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμας.

Greek (Liddell-Scott)

δομή: ἡ, (δέμω) οἰκοδόμημα, Ἡσύχ. ΙΙ. = δέμας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1395, Λυκόφρ. 334, 597, 783.

Greek Monolingual

η (AM δομή)
1. χτίσιμο, οικοδόμηση
2. οικοδόμημα
νεοελλ.
κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση
αρχ.
δέμας, σώμα.

Greek Monotonic

δομή: ἡ (δέμω), κτίριο, οικοδόμημα.

Middle Liddell

δομή, ἡ, n δέμω
a building.