δορυδρέπανον
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
τό, a kind of halbert, Pl.La.183d; esp. a large kind used for cutting off halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, for pulling down battlements, Plb.21.27.4.
Spanish (DGE)
(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό
milit., especie de alabarda o hacha de abordaje usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.La.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4
•tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4
•en sent. humorístico AP 11.89 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 659] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hallebarde (arme défensive en cas de siège ou de bataille navale).
Étymologie: δόρυ, δρέπανον.
Greek (Liddell-Scott)
δορυδρέπᾰνον: τό, λογχοδρέπανον, δόρυ ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον ὅπλον, ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, ὅπως συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.
Greek Monolingual
δορυδρέπανον, το (Α)
1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό
2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ' αυτό.
Greek Monotonic
δορυδρέπᾰνον: τό, είδος δόρατος με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δορυδρέπᾰνον: τό копье с серповидным наконечником Plat., Polyb.
Middle Liddell
δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, n
a kind of halbert, Plat.