οἴησις

From LSJ
Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴησις Medium diacritics: οἴησις Low diacritics: οίησις Capitals: ΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: oíēsis Transliteration B: oiēsis Transliteration C: oiisis Beta Code: oi)/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (οἴομαι)
A = δόξα, opinion, notion, Pl.Phd.92a, Phdr. 244c, Arist.Po.1461b3; esp. false or vague notion, opp. σαφῶς εἰδέναι, Id.Rh.Al.1431a40, cf. Zeno Stoic.1.20, etc.
II = οἴημα, self-conceit, Heraclit.46, E.Fr.643, Bion ap.D.L.4.50, Ph.1.53, al., Chor. in Rh.Mus.49.512; οἴησις καὶ ὑπερηφανία Phld.Vit.p.29J.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 pensée, opinion;
2 haute opinion de soi-même, présomption.
Étymologie: οἴομαι.

Greek (Liddell-Scott)

οἴησις: -εως, ἡ, (οἴομαι) = δόξα, γνώμη, «ἰδέα», Πλάτ. Φαίδων 92Α, Φαῖδρ. 244C ἰδίως ἐσφαλμένη γνώμη, πιθ. γραφὴ ἐν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8· ἀντίθετ. πρὸς τὸ σαφῶς εἰδέναι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 15, 4. ΙΙ. οἴημα, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἔπαρσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 644, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 7, Βίων αὐτόθι 4. 50· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 39D.

Greek Monotonic

οἴησις: -εως, ἡ (οἴομαι), γνώμη, «ιδέα», σε Πλάτ.· έπαρση, αλαζονεία, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

οἴησις: εως ἡ
1) мнение (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);
2) Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = οἴημα.

Middle Liddell

οἴησις, εως, οἴομαι
opinion, an opinion, Plat.: self-conceit, Bion.