οἴκτισμα
English (LSJ)
ατος, τό, lamentation, E.Heracl.158 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lamentation, plainte qui excite la pitié.
Étymologie: οἰκτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
οἴκτισμα: -ατος, τό (οἰκτίζω), θρήνος, οδυρμός, πένθος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἴκτισμα: ατος τό сетование, жалобы Eur.
Middle Liddell
οἰκτίζω
lamentation, Eur.