κορκορυγμός

From LSJ
Revision as of 21:42, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορκορυγμός Medium diacritics: κορκορυγμός Low diacritics: κορκορυγμός Capitals: ΚΟΡΚΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: korkorygmós Transliteration B: korkorygmos Transliteration C: korkorygmos Beta Code: korkorugmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κορκορυγή (rumbling noise, tumult, din), of the bowels, Ps.-Luc. Philopatr. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme des intestins ; p. ext. tout bruit sourd, bruit, tumulte d'un combat.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. βορβορυγμός.

Greek (Liddell-Scott)

κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.

Greek Monolingual

κορκορυγμός, ὁ (Α) κορκορυγῶ
υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κορκορυγμός: ὁ Luc. = κορκορυγή.