λαγνεία

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγνεία Medium diacritics: λαγνεία Low diacritics: λαγνεία Capitals: ΛΑΓΝΕΙΑ
Transliteration A: lagneía Transliteration B: lagneia Transliteration C: lagneia Beta Code: lagnei/a

English (LSJ)

Ion. λαγν-είη, ἡ, A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.

Greek Monolingual

η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῦ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.

Greek Monotonic

λαγνεία: ἡ, λαχτάρα, επιθυμία, συνουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λαγνεία:
1) соитие Arst.;
2) похоть, распутство Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

λαγνεία, ἡ,
lasciviousness, lust, Xen. [from λάγνος