παραζάω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
v. παραζῶ.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζάω), daneben leben, ψυχὴν τῷ σώματι παραζῶσαν, Plut. Symp. 5 prooem.; vgl. παρέζων, οὐκ ἔζων τότε, ich vegetirte dabei ohne eigentliches thätiges Leben, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 692 b; dah. falsch leben, seinen wahren Lebenszweck verfehlen, Plut. educ. lib. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. παρέζων;
1 vivre à côté de, partager la vie de, τινι;
2 vivre à côté de la véritable vie, càd gaspiller ou perdre sa vie.
Étymologie: παρά, ζάω.
Greek (Liddell-Scott)
παραζάω: ζῶ πλησίον τινὸς ἢ ὡς παράρτημά τινος, ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Πλούτ. 2. 672D. ΙΙ. ζῶ ἁπλῶς χωρὶς νὰ πράττω τι, οὕτω παρέζων, κοὐκ ἔζων, ἤμην ζῶν ἀλλὰ δὲν ἔζων, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ἀγροίκοις» 3. 4· καὶ οὕτω, ζῶ κακῶς, ματαίως, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 13B.
Russian (Dvoretsky)
παραζάω:
1) жить рядом, бок о бок (ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Plut.);
2) жить зря, бестолково (ζῆν καὶ οὐ π. προσήκει Plut.).