περιφράσσω

From LSJ
Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφράσσω Medium diacritics: περιφράσσω Low diacritics: περιφράσσω Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: periphrássō Transliteration B: periphrassō Transliteration C: perifrasso Beta Code: perifra/ssw

English (LSJ)

Att. περιφράττω, A fence, fortify all round, ἐμαυτόν Pl.R. 365b; κύκλον δένδρεσι Str.4.5.2; of armour, Hld.9.15; enclose, περόνη π. λίθον Procop.Aed.3.1:—Med., separate off for oneself, μέρος [τῆς στοᾶς] αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139:—Pass., πίλοις περιπεφραγμένα Hp. Aër.18; πόλις περιπεφρ. Sm.Ps.30(31).22; to be obstructed, f.l. for παραφρ-in Gal.UP8.6. 2 make a dam, φρυγάνοις καὶ λίθοις Arist. HA603a9.

German (Pape)

[Seite 599] attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

entourer d'une barrière ou d'une enceinte.
Étymologie: περί, φράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

περιφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω πανταχόθεν, ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ πόλις περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) περικλείω τι, φράττω ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.

Greek Monolingual

και περιφράττω ΝΜΑ και περιφράζω Ν
1. φράζω ολόγυρα, κατασκευάζω φράχτη γύρω σε κάτι
2. περιορίζω, προστατεύω, προφυλάσσω («φρόντισε να περιφράξει τη θεωρία του με τύπους»)
αρχ.
1. οχυρώνω
2. κατασκευάζω φράγμα ή μώλο.

Greek Monotonic

περιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, περιζώνω με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περιφράσσω: атт. περιφράττω
1) обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);
2) ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to fence all round, Plat.