ποινητήρ
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, avenger, Opp.H.2.421.
German (Pape)
[Seite 652] ῆρος, ὁ, Rächer, Strafer, Verfolger, Opp. Hal. 2, 421.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινάω.
Greek (Liddell-Scott)
ποινητήρ: ῆρος, ὁ, (ποινάω) ἐκδικητής, Ὀππ. Ἁλ. 2. 421.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α θηλ. τ. ποινήτειρα Μ
εκδικητής, τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγη-τήρ)].