προκλητικός
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ή, όν, calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.
German (Pape)
[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.
Greek Monotonic
προκλητικός: -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός, προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προκλητικός: призывающий, вызывающий: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend.
Middle Liddell
προκλητικός, ή, όν
calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.