τέχνημα
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is cunningly wrought, work of art, handiwork, ἔκπωμα... τεχνήματ' ἀνδρός S.Ph. 36 (where pl. is used of one thing).
2 of a man, πανουργίας τέχνημα = a masterpiece of villainy, ib.928.
II artful device, trick, κάπηλα προσφέρων τεχνήματα A.Fr.322; δόλια τεχνήματα E.IT1355; opp. ἰσχύς, Hp.Fract.2 (pl.): generally, device, contrivance, Pl.Prt.319a; τὸ μνημονικὸν τέχνημα Id.Hp.Mi.368d, al., cf. Ephor.54J.
German (Pape)
[Seite 1103] τό, das künstlich Gearbeitete, das Kunstwerk, Soph. Phil. 36; übertr. künstlich angesponnene List, Ränke, κάπηλα προφέρων τεχνήματα, Aesch. frg. 339; δόλια τεχνήματα, Eur. I. T. 1355; πανουργίας τέχνημα ἔχθιστον, von listigen Menschen, Soph. Phil. 916; künstliche Erfindung, Plat. Prot. 319 a Phaedr. 269 a u. öfter; Xen. Mem. 1, 4, 7; Sp., πονηρόν, Luc. Ind. voc. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 œuvre d'art, travail fait avec art ; chef-d'œuvre (de méchanceté) en parl. de pers.
2 invention ingénieuse ; artifice, ruse.
Étymologie: τεχνάω.
Greek (Liddell-Scott)
τέχνημα: τό, τὸ μετὰ δεξιότητος εἰργασμένον, ἔργον τέχνης, τεχνούργημα ἢ ἁπλῶς ἔργον, αὐτόξυλον ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 36, (ἔνθα τὸ πληθ. κεῖται ἐπὶ ἑνὸς μόνου πράγματος, πρβλ. τέχνασμα, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅτε κεῖται τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δεῖμα καὶ πανουργίας δεινῆς τέχνημα, ταῦτα πάντα λέγει ὁ Φιλοκτήτ. πρὸς τὸν Νεοπτόλεμον ἐν ὀργῇ, διότι δὲν ἀπέδιδεν αὐτῷ τὰ τόξα, Σοφ. Φιλ. 928. ΙΙ. δολία ἐπίνοια, τέχνασμα, κάπηλα προσφέρων τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· δόλια τ. Εὐρ. Ι. Τ. 1355· ἀντίθετον τῷ ἰσχύς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· ― καθόλου, ἐπίνοια, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Πρωτ. 319Α· τὸ μνημονικὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 368D, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τεχνῶμαι
το προϊόν έντεχνης εργασίας
νεοελλ.
το τεχνούργημα
αρχ.
1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.)
2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ' ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.)
3. (και για πρόσ. όταν χρησιμοποιείται το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα («πανουργίας δεινῆς τέχνημα» — ο Φιλοκτήτης προς τον Νεοπτόλεμο, Σοφ.).
Greek Monotonic
τέχνημα: -ατος, τό (τεχνάομαι)·
I. 1. = τέχνασμα, σε Σοφ.
2. λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας τέχνημα, αριστούργημα κακίας, στον ίδ.
II. τέχνασμα, απάτη, δόλια επινόηση, σε Ευρ.· γενικά, επινόηση, εφεύρεση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τέχνημα: ατος τό
1) pl. произведение, изделие: φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματα ἀνδρός Soph. (чаша), произведение какого-то неумелого человека;
2) порождение: πανουργίας τ. Soph. порождение коварства, т. е. образец коварного человека;
3) хитрость, уловка, интрига (δόλια τεχνήματα Eur.);
4) выдумка, изобретение, искусство, Plat.
Middle Liddell
τέχνημα, ατος, τό, τεχνάομαι
1. = τέχνασμα, Soph.
2. of a man, the abstr. for the concr., πανουργίας τέχνημα a masterpiece of villainy, Soph.
II. an artful device, trick, artifice, Eur.:—generally a device, invention, Plat.
English (Woodhouse)
artifice, contrivance, cunning, device, expedient, plot, scheme, trick, crafty design, thing contrived, work of art, work of labour