φιλοπεύστης
English (LSJ)
ου, ὁ, = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.
German (Pape)
[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].
Greek Monotonic
φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.