χερσόθεν
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
Adv. from dry land, opp. sea, E. Heracl. 429, Hel. 1269.
from the ground, opp. water, Pi. O. 2.73.
German (Pape)
[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -ο-θεν (πρβλ. ἀγρό-θεν, μακρό-θεν)].
Greek Monotonic
χερσόθεν: επίρρ. (χέρσος)·
I. από την γη, σε Ευρ.
II. από την ξηρά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χερσόθεν: adv. от (с) суши, от берега (χ. ἀπὸ δενδρέων Pind.; χ. ἐς πόντον Eur.): ἐξορᾶσθαι χ. Eur. виднеться с берега.
Middle Liddell
χέρσος
I. from dry land, Eur.
II. from the ground, Pind.