χρυσοποιός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ὁ, goldsmith, Luc.Cont.12.
German (Pape)
[Seite 1381] Gold bearbeitend, ὁ χρυσοποιός, der Goldarbeiter, Luc. Char. 12. – Später auch der Goldmacher, Alchymist.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ouvrier qui travaille l'or.
Étymologie: χρυσός, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοποιός: ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ποιός].
Greek Monotonic
χρῡσοποιός: ὁ (ποιέω), χρυσοχόος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοποιός: ὁ золотых дел мастер Luc.