ἀβάστακτος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ον, (βαστάζω) not to be borne or carried, Plu.Ant.16; not removable, σημεῖον IGRom.4.446 (Perg.). Adv. -τως Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no quitado o arriado, γυμνασίαρχος τῶν ζ γυμνασίων σημείοις ἀβαστάκτοις gimnasiarco de los siete gimnasios con las banderas no arriadas e.d. abiertos permanentemente durante su gimnasiarquía IP 8(3).37 (II d.C.).
2 imposible de llevar, excesivamente pesado de cargos demasiado grande para la capacidad de uno ἔλεγεν ... φορτίον ἀβάστακτον αἴρεσθαι τὴν Καίσαρος διαδοχήν Plu.Ant.16, ἀλλὰ χειρισμοῦ ἀβαστάκτου (piensa que no diriges la recogida de impuestos) sino un departamento que te viene grande, PTeb.758.15 (II d.C.), cf. Hsch.s.u. ἄστεκτος
•insoportable por su grandeza para el hombre δόξα κυρίου Didym.Trin.1.9.10, de Jesús en el seno materno ἐβάστασεν τὸν ἀβάστακτον Eu.Barth.2.
3 insoportable, intolerable πικρία T.Abr.A 17, ἀνάγκη Gr.Nyss.Ep.Can.3, ὀδύνη Steph.in Hp.Aph.3.184.32.
II adv. -ως de un modo insoportable Hsch.
German (Pape)
[Seite 2] unerträglich, φορτίον Plut. Ant. 16; βάρη Epict. 1, 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, βαστάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάστακτος: ον (βαστάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἀβάστακτος: -ον (βαστάζω), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβάστακτος: невыносимый, непосильный (φορτίον Plut.).
Middle Liddell
βαστάζω
not to be carried, Plut.