ἀποσμικρύνω
From LSJ
English (LSJ)
diminish, Luc.Merc.Cond.21, etc.:—also ἀποσμῑκρόω, Tim.Lex. s.v. ὑποκορίζεσθαι.
German (Pape)
[Seite 325] dasselbe, Luc. Merc. cond. 21.
French (Bailly abrégé)
diminuer.
Étymologie: ἀπό, σμικρύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσμῑκρύνω: ποιῶ τι σμικρόν, Λουκ. Μισθ Συνόντ. 21, κτλ.
Greek Monotonic
ἀποσμῑκρύνω: [ῡ], μικραίνω, ελαττώνω, καθιστώ κάτι μικρό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσμικρύνω: уменьшать Luc.
Middle Liddell
to diminish, Luc.