ἁβρότης
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ητος, ἡ, A splendour, luxury, δόμους ἁβρότατος houses of luxury, i. e. luxurious, Pi.P.11.34, cf. B.Fr.26; τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρότητι X.Cyr.8.8.15, cf. Pl.Alc.1.122c, E.Ba.968; οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι thou art not in a position to be fastidious, Id.IA1343; also, ἁβρότατος ἔπι in the freshness of youth, Pi.P.8.89. II of style, sweetness, charm, Hermog.Id.1.12.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. ἁβρότᾱς Pi.P.8.89
I c. sent. posit.
1 refinamiento, exquisitez, lujo, esplendor ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας el que ha obtenido un triunfo reciente en medio de gran esplendor Pi.l.c., ἔλυσε δόμους ἁβρότατος despojó las casas de su lujo Pi.P.11.34, de los pueblos anatolios y medo-persas τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρότητι X.Cyr.8.8.15, καὶ τὴν ἄλλην ἁβρότητα τὴν Περσῶν Pl.Alc.1.122c, ΔI. Φερόμενος ἕξεις. ΠE. Ἁβρότητ' ἐμὴν λέγεις Dioniso: Volverás traído en brazos. Penteo: ¡Qué lujos me cuentas! E.Ba.968
•del estilo refinamiento, exquisitez Hermog.Id.1.12 (p.311).
2 delicadeza ref. a los centauros hembras ἡ ... τοῦ γυναικείου εἴδους ἁβρότης la delicadeza de las formas femeninas Philostr.Im.2.3.1, de una estatua de Héctor ξὺν ἁβρότητι σφριγῶν Philostr.Her.20.10.
II c. sent. neg.
1 remilgo, escrúpulo οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι no estás en situación de hacer remilgos E.IA 1343.
2 del carácter comodidad, indolencia ὑπὸ τῆς ἁβρότητος καὶ τῆς ἀπειρίας D.C.72.10.2.
German (Pape)
[Seite 5] ητος, ἡ, = ἁβροσύνη, Pind. P. 11, 34 ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, des Schmuckes beraubte er die Häuser; Eur. Bacch. 966; Plat. verbindet es mit τρυφή und χλιδή, Conv. 137 d; ἁβ. τῶν Περσῶν Alc. I, 122 c; Xen. τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρ. Cyr. 8, 8, 15, wo μαλακία u. θρύψις gleichstehen; Plut. verb. τρυφαὶ καὶ ἁβ., Cam. 2; Ant. 71.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 air de délicatesse, manières de celui qui fait le difficile, le renchéri : οὐκ ἐν ἀβρότητι κεῖσαι EUR tu ne te trouveras pas dans un état à montrer tant de délicatesse;
2 magnificence, faste, opulence.
Étymologie: ἁβρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρότης: -ητος, ἡ, = ἁβροσύνη, λαμπρότης, πολυτέλεια: ἔλυσε δόμους ἁβρότατος = οἴκους ἁβρότητος, ὅ ἐ. πολυτελεῖς. Πίνδ. Π. 11. 51· τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρότητι. Ξεν. Κυρ. 8. 8, 15, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Εὐρ. Βάκχ. 968. οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι = δὲν εἶσαι εἰς κατάστασιν ἢ δὲν τὸ καλεῖ ἡ ὥρα νὰ δεικνύῃς ἁβρότητα τρόπων. αὐτ. Ι. Α. 1343· ὡσαύτ. ἁβρότατος ἔπι = ἐν τῇ τρυφερᾷ νεανικῇ ἡλικίᾳ Πίνδ. Π. 8. 127.
Greek Monotonic
ἁβρότης: -ητος, ἡ (ἁβρός), πολυτέλεια, χλιδή, κομψότητα, σε Πίνδ.· οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι, εσύ δεν βρίσκεσαι σε θέση τέτοια ώστε να δείχνεις αβρότητα τρόπων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρότης: ητος ἡ1) изящество, роскошь, пышность, Pind., Eur., Xen., Plat.;
2) изнеженность, утонченность Xen., Plat., Plut.
Middle Liddell
ἁβρός
delicacy, luxury, Pind.; οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι thou art not in a position to be fastidious, Eur.
English (Woodhouse)
effeminacy, fastidiousness, luxury, self-indulgence, overrefinement, over-refinement