ἐπιρρέζω
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A offer sacrifices at a place, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ion. impf.) Od.17.211. 2. sacrifice afterwards or besides, Ζηνὶ χοῖρον Theoc.24.99, cf.AP6.157 (Theodorid.); ὄϊν GDI3639a5 (Cos): abs., IG12(1).677.29 (Ialysus).
French (Bailly abrégé)
faire un sacrifice sur (un autel).
Étymologie: ἐπί, ῥέζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρέζω: προσφέρω θυσίας ἐπάνω εἴς τι, βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ἰων. παρατ.) Ὀδ. Ρ. 211. 2) θυσιάζω μετὰ ταῦτα ἢ προσέτι, Ζηνὶ δ’ ἐπιρρέξαι... ἄρσενα χοῖρον Θεόκρ. 24. 97, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 157.
English (Autenrieth)
(ϝρέζω): only ipf. iter., επιρρέζεσκον, were wont to do sacrifice, Od. 17.211†.
Greek Monolingual
ἐπιρρέζω (Α) ρέζω
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.
Greek Monotonic
ἐπιρρέζω: Επικ. παρατ. -ρέζεσκον·
1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρέζω:
1) (на чем-л.) совершать жертвоприношение: βωμὸς ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται Hom. алтарь, на котором все путники приносили жертвы;
2) (вслед за чем-л.) приносить в жертву (Ζηνὶ χοῖρον Theocr.; ἄρνας τινί Anth.).
Middle Liddell
epic imperf. -ρέζεσκον
1. to offer sacrifices at a place, Od.
2. to sacrifice besides, Theocr.