ἐτήτυμος
English (LSJ)
ον, poet. redupl. for ἔτυμος, A true, οὐκ ἔσθ' ὅδε μῦθος ἐ. Od.23.62; ἐ. ἄγγελος ἐλθών Il.22.438; ἐτήτυμα μυθησαίμην Hes.Op.10; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.1.174; τοῦτ' ἐ.; c. inf., is this true, that . . ? A.Pers.737 (troch.); εἰ λέγεις ἐτήτυμα S.Ph.1290; τὸ δ' ἐ. but the truth is... Ar.Pax119. 2 of persons, truthful, οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐ. E.Or.1667; ἐ. στόμα Id.IT1085. 3 genuine, real, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐ. for him there remains no true, real return, Od.3.241; ἀλάθεια, κλέος, Pi.O.10(11).54, N.7.63; ἐ. Διὸς κόρα A.Ch.948; παῖς ἐ. γεγώς S.Tr.1064; χρυσός Theoc.12.37: in late Prose, Them. Or.22.279d. II as adverb, in neut. ἐτήτυμον, truly, really, Od.4.157, Il.13.111, 18.128, Archil.62: regul. Adv. -μως A.Ag.167 (lyr.), 682 (lyr.); ὡς ἐ. S.El.1452.
German (Pape)
[Seite 1052] ον (ἐτός, ἐτεός), wahr, wahrhaft, ἄγγελος Il. 22, 438; μῦθος Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der That; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; ἀλήθεια, κλέος, Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι παῖς ἐτ. γεγώς, ächt, Trach. 1053, wie χρυσός Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ ψευδόμαντις, ἀλλ' ἐτήτυμος Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον στόμα, Wahrheit redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich, Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς ἐτ. Soph. El. 1444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 vrai : ἐτήτυμον ἀγορεύειν OD, λέγειν ἐτήτυμα SOPH dire la vérité;
2 véritable, réel p. opp. à fictif νόστος ἐτήτυμος OD retour véritable ; adv. • ἐτήτυμον IL en vérité, réellement;
3 qui dit la vérité, véridique, sincère.
Étymologie: ἔτυμος, avec redoubl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτήτῠμος: -ον, ἐκτεταμ. ποιητ. ἀντί ἔτυμος (ὡς ἀταρτηρός ἐκ του ἀτηρός), ἀληθής, οὐκ ἔσθ’ ὅδε μῦθος ἑτ. Ὀδ. Ψ. 62· ἄγγελος ἐλθὼν Ἰλ. Χ. 438· ἐτήτυμα μυθεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, εἰπέ μοι τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ, Ὀδ. Α. 174· τοῦτ’ ἐτήτυμον…; μετ’ ἀπαρ., εἶναι τοῦτο ἀληθὲς ὅτι…; Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· εἰ λέγεις ἐτήτυμα Σοφ. Φιλ. 1290· τὸ δ’ ἐτήτυμον, ἀλλ’ ἡ ἀλήθεια εἶναι..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 119. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀληθής, φιλαλήθης, οὐ ψευδόμαντις… ἀλλ’ ἐτ. Εὐρ. Ὀρ. 1667· ἐτ. στόμα ὁ αὐτ. Ι. Τ.1085. 3) ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός, Λατ. sincerus, κείνῳ δ’ οὐκέτι νόστος ἐτ., δι’ ἐκεῖνον δὲν μένει ἀληθής, πραγματική ἐπιστροφή, Ὀδ. Γ. 241· ἐτ. φέγγος Πινδ. Ο. 2. 101· ἀλήθεια, κλέος αὐτόθι 10 (ΙΙ). 66, Ν. 7. 92· ἐτ. Διὸς κάρα Αἰσχύλ. Χο. 948· παῖς ἐτ. γεγὼς Σοφ. Τρ. 1064· χρυσὸς Θεόκρ. 12. 37. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. κατ’ οὐδ., ἐτήτυμον, ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, πράγματι, ὄντως, Ὀδ. Δ. 157, Ἰλ. Ν. 111, Σ. 128, Ἀρχίλοχ. 31: ― παρὰ Τραγ. τὸ Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 166, 477, 681, κτλ. · ὡς ἐτητύμως Σοφ. Ἠλ. 1452
English (Autenrieth)
(cf. ἔτυμος, ἐτεός): true, truthful, real; ἄγγελος, νόστος, μῦθος, Il. 22.438, γ 2, Od. 23.62; freq. neut. as adv., ἐτήτυμον, actually, really, Il. 1.558, Il. 18.128.
English (Slater)
ἐτήτῠμος, -ον genuine ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.54) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63)
Greek Monolingual
ἐτήτυμος, -ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. του έτυμος) (Α)
1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐτήτυμος», Ευρ.)
3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός», Θεόκρ.)
4. (με απαρμφ.) είναι αλήθεια ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ' ἐτήτυμον;» — είναι αλήθεια ότι σώθηκε αυτή στην ξηρά; Αισχύλ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήτυμον
αληθώς, πράγματι
6. (το ουδ. με ή χωρίς το άρθρο) (τὸ) ἐτήτυμον
η αλήθεια
επίρρ...
ἐτητύμως (Α)
αληθινά, πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό και έκταση της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα ετεός, έτυμος].
Greek Monotonic
ἐτήτῠμος: -ον,
I. 1. εκτεταμ. ποιητ. αντί ἔτυμος, αληθινός, γνήσιος, αυθεντικός, σε Όμηρ.· τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· εἰ λέγεις ἐτήτυμα, σε Σοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, φιλαλήθης, ειλικρινής, σε Ευρ.
3. αληθινός, γνήσιος, αυθεντικός, πραγματικός, Λατ. sincerus, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτ. Διὸς κόρα, σε Αισχύλ.· παῖς χρυσός, σε Θεόκρ.
II. ως επίρρ., σε ουδ. ἐτήτυμον, αληθώς, πραγματικά, πράγματι, όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. -μως, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐτήτῠμος: ἔτυμος с удвоением]
1) истинный, верный (μῦθος Hom.);
2) правдивый, говорящий правду (ἄγγελος Hom.; στόμα Eur.);
3) подлинный, настоящий, действительный (νόστος Hom.; κλέος Pind.; χρυσός Theocr.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἐτεός.
Middle Liddell
ἐτήτῠμος, ον [lengthd. poet. for ἔτυμος,]
I. true, Hom.; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph.
2. of persons, truthful, Eur.
3. true, genuine, real, Lat. sincerus, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐτ. for him there remains no true, real return, Od.; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch.; παῖς χρυσός Theocr.
II. as adv., in neut. ἐτήτυμον, truly, really, in truth and in deed, Hom.:—regul. adv. -μως, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
ἐτήτυμος: {etḗtumos}
See also: s. ἐτεός.
Page 1,582