ἑρκίον
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
τό, fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53; later, dwelling, A.R.2.1073.
German (Pape)
[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v.l. ἑρκίου vorzuziehen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».
English (Autenrieth)
(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι, Od. 18.102.
Greek Monolingual
ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.
Greek Monotonic
ἑρκίον: τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.