ἑταιρεύομαι
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Pass., prostitute oneself, D.S.12.21, Theopomp. Hist.217c.
German (Pape)
[Seite 1046] Gefährte, bes. Mitglied einer Hetärie sein. – Buhlerei, Hurerei treiben, vom Manne, Pol. 8, 11, 10; D. Sic. 12, 21; von Frauen, Plut. Ant. 18.
French (Bailly abrégé)
faire métier de courtisane.
Étymologie: ἑταίρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεύομαι: Παθ., πορνεύομαι, Διόδ. 12. 21, κλ.
Greek Monolingual
ἑταιρεύομαι (Α) εταίρος
(για άνδρες) εκδίδω τον εαυτό μου, πορνεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεύομαι: Polyb., Diod., Plut. = ἑταιρέω.