ἔρξω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἔρξα, v. ἔρδω.
German (Pape)
[Seite 1033] fut. zu ἔρδω, eigtl. von ἔργω.
French (Bailly abrégé)
v. ἔρδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρξω: ἔρξα, ἴδε ἔρδω.
English (Autenrieth)
see ἔρδω.
Greek Monotonic
ἔρξω: εἶρξω, μέλ. του ἔργω, εἴργω· επίσης, ἔρξω, μέλ. του ἔρδω.
Russian (Dvoretsky)
ἔρξω: fut. к ἔρδω.