ὁμοιόπτωτος
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
ον, A with a similar inflection, in a like case, Plu.Demetr.14,2.853b, A.D.Synt.124.26, al., Quint.9.3.80, S.E. M.1.226; τὰ ὁ., of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.Rh.1.162 S., Rutil.2.13,al. 2 Astrol., corresponding, ζῴδια Vett.Val.19.10.
German (Pape)
[Seite 335] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. qui est au même cas.
Étymologie: ὅμοιος, πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν ὁμοιοτέλευτος, γαμητέον· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ δουλευτέον Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. ὁμοιόπτωτος, Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιόπτωτος, -ον)
αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με κάποιον άλλον («ομοιόπτωτος προσδιορισμός»)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) τὰ ὁμοιόπτωτα ή τo ὁμοιόπτωτον
ρητορικό σχήμα στο οποίο γινόταν χρήση ομοιόπτωτων λέξεων
αρχ.
1. (για λέξη) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη με κάποιον άλλο, ομοιοτέλευτος
2. (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον άλλο.
επίρρ...
ομοιοπτώτως και ομοιόπτωτα (Α ὁμοιοπτώτως)
με ομοιόπτωτο τρόπο, στην ίδια πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. ισό-πτωτος].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιόπτωτος: стоящий в одном и том же падеже, сходный по падежной форме (ὀνόματα Plut.).