ὑψαυχενέω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
carry the neck high, show off, D.H.7.46, Ph.1.145, al., LXX 2 Ma.15.6, Plu.2.324e, Poll.2.135; of the cock, Ael.NA4.29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dresser le cou, relever la tête, être hautain, fier.
Étymologie: ὑψαύχην.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαυχενέω: κρατῶ τὸν αὐχένα ὑψηλά, περιπατῶ ἀγερώχως, γαυριῶ, Διον. Ἁλ. 7. 46, Πλούταρ. 2. 324Ε· κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν ἵππων, Πολυδ. Β΄, 135· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 29· ― πρβλ. ὑψαυχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑψαυχενέω: вытягивать вверх шею, т. е. высоко поднимать голову Plut.