πορφυρίς
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distinguished from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι, opp. ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.
II a purple-coloured bird, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.
III = ἄγχουσα, Ps.-Dsc.4.23.
2 = ὠκιμοειδές, ib.28.
German (Pape)
[Seite 686] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von πορφυρίων verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
vêtement de pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Syn. ἁλουργίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρίς -ίδος, ἡ [πορφύρα] purperen gewaad. porphyris (een purperkleurige vogel).
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) (sc. ἐσθής) пурпурная одежда, багряница Xen., Polyb., Luc.;
2) (sc. ὄρνις) порфирида (вид красноперой птицы) Arph.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα
2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.)
3. α) το φυτό άγ
χουσα
β) το φυτό ὠκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].
Greek Monotonic
πορφῠρίς: -ίδος, ἡ (πορφύρα),
I. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα, σε Ξεν.
II. κοκκινόχρωμο πουλί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρίς: -ίδος, ἡ, πορφυροῦν ἱμάτιον ἢ κάλυμμα, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ φοινικίς, 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ βασίλειος π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο σημεῖον τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε ἁλιπορφυρίς· πρβλ. πορφυρίων.
Middle Liddell
πορφῠρίς, ίδος, ἡ, πορφύρα
I. a purple garment or covering, Xen.
II. a red-coloured bird, Ar.