γελαστής

From LSJ
Revision as of 10:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾰστής Medium diacritics: γελαστής Low diacritics: γελαστής Capitals: ΓΕΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: gelastḗs Transliteration B: gelastēs Transliteration C: gelastis Beta Code: gelasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γελαστής -οῦ, ὁ γελάω bespotter.

Russian (Dvoretsky)

γελαστής: οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. ἐλήλυθα Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.

Greek (Liddell-Scott)

γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.

Greek Monotonic

γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from γελάω
a laugher, sneerer, Soph.