γελασῖνος
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
ὁ, A laugher, of Democritus, Ael. VH4.20: fem. γελασίνη Anaxandr.25. II οἱ γ. (sc. ὀδόντες) the grinners, i. e. the front teeth, which show when one laughs, Poll.2.91. 2 mostly pl., dimples, which appear in the cheeks when persons laugh, Mart.7.25 (sg.), Choerob. in An.Ox.2.188; also of dimples in the hinder parts, Alciphr.1.39, AP5.34 (Rufin.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Anaxandr.26, Io.Mal.Chron.M.97.196B]
I riente, reidor Anaxandr.l.c.
•epít. de Demócrito, Ael.VH 4.20.
II plu. οἱ γελασῖνοι
1 sc. ὀδόντες los dientes delanteros que se ven al reirse, Poll.2.91, glos. a γαγγαλίδες Hsch.
2 subst. plu. hoyuelos de las mejillas al reirse Ἀνδρομάχη ... γελασίνας ἔχουσα Io.Mal.l.c., tb. sg. Mart.7.25.6, Choerob.2.188
•del final de la espalda σκόπει ... τοὺς γελασίνους ἔπ' ἄκρων (ὀσφύος) Alciphr.4.14.5, τροχαλοῖς σφραγιζομένη γελασίνοις AP 5.35 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, 1) der Lacher, so hieß Democrit, Ael. V. H. 4, 20; ein fem. γελασίνη hat Anaxandr. bei B. A. 87. – 2) οἱ γελασῖνοι, sc. ὀδόντες, Poll. 2, 91, die vorderen Schneidezähne, die sich beim Lachen zeigen. – 3) Bei Martial. 7, 24 die durch das Lachen sich bildenden Grübchen auf den Wangen; Choerob.; Suid. γραμμαὶ αἱ ἐκ τοῦ γελᾶν γιγνόμεναι. – Alciphr. 1, 39 u. Rufin. 2 (V, 35) = Grübchen auf den Hinterbacken; vgl. γέλως.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le rieur (Démocrite).
Étymologie: γελάω.
Russian (Dvoretsky)
γελᾰσῖνος: ὁ смеющийся (эпитет философа Демокрита); pl. ямочки на теле, преимущ. на щеках Anth., Mart.
Greek (Liddell-Scott)
γελασῖνος: ὁ, (γελάω) ὁ συνεχῶς γελῶν, ἐπὶ τοῦ Δημοκρίτου, Αἰλ. Π. Ι. 4. 20· θηλ. γελασίνη, Ἀναξανδρ. Κωμῳδ. 1. ΙΙ. οἱ γελασῖνοι (ἐνν. ὀδόντες), δηλ. οἱ πρόσθιοι, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅταν τις γελᾷ, οἱ τομεῖς, Πολυδ. Β’, 91. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ μικραὶ κοιλότητες αἱ ἐν ταῖς παρειαῖς καὶ κατὰ τὰς γνάθους σχηματιζόμεναι ὅταν τις γελᾷ, Χοιροβ., Μαρτιαλ. 7. 24· ἐντεῦθεν παρ’ Ἀλκίφρ. 1. 39, Ἀνθ. II. 5. 35, αὔλακες καὶ κοιλότητες εἰς τὰ ὀπίσθια γινόμεναι, περὶ ὧν ὁ Λουκ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν γέλωτες.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].