δέγμενος

Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

part. pf. avec l'accent d'un prés., de δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monolingual

-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.