εὐνόμημα

Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐνόμημα: τό законное действие Chrysippus ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).

Greek Monolingual

εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).