λαρνακόγυιος

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρνακόγυιος Medium diacritics: λαρνακόγυιος Low diacritics: λαρνακόγυιος Capitals: ΛΑΡΝΑΚΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: larnakógyios Transliteration B: larnakoguios Transliteration C: larnakogyios Beta Code: larnako/guios

English (LSJ)

ον, epithet of Pan, apptly. from a pun on χηλή,

A hoof, and χηλός, = λάρναξ, Theoc.Syrinx16.

German (Pape)

[Seite 16] heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.

Russian (Dvoretsky)

λαρνᾰκόγυιος: с ногами как у сундука, т. е. кривоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαρνᾰκόγυιος: -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = λάρναξ, Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, ἐπεὶ χηλόπους ἐστί· λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.

Greek Monolingual

λαρνακόγυιος, -ον (Α)
(το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος
προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος του σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερόγυιος, καμπεσίγυιος].