λεϊστός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, v. ληϊστός.
German (Pape)
[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ion. c. ληϊστός.
Russian (Dvoretsky)
λεϊστός: ион. = ληϊστός.
Greek (Liddell-Scott)
λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.
English (Autenrieth)
see ληϊστός.
Greek Monolingual
λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
λεϊστός: -ή, -όν, = ληϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.