λεϊστός

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεϊστός Medium diacritics: λεϊστός Low diacritics: λειστός Capitals: ΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: leïstós Transliteration B: leistos Transliteration C: leistos Beta Code: lei+sto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ληϊστός.

German (Pape)

[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. ληϊστός.

Russian (Dvoretsky)

λεϊστός: ион. = ληϊστός.

Greek (Liddell-Scott)

λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.

English (Autenrieth)

see ληϊστός.

Greek Monolingual

λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λεϊστός: -ή, -όν, = ληϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.