μύλος
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A = μύλη, mill, LXXEx.11.5, Plu.2.549d, 830d; μ. καβαλλαρικὸς ἐν λίθοις, μ. ὀνικός, μ. ὑδραλετικός, Edict.Diocl.15.52,53, 54. 2 millstone, PCair. Zen.355.84 (dub., iii B. C.), AP11.253 (Lucill.); γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου LXX 2 Ki.11.21; μ. ὀνικός En. Matt.18.6, Ev.Marc.9.42; μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Str.4.1.13: metaph., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά App.Prov.4.48: generally, stone, Hp.Steril.241. 3 grinder, molar, Artem.1.31. II poet. for μύλλος (q.v.), Opp.H.1.130. III = μύλη IV, Sor.2.36, Erot. s.v. ἐμυλώθη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = μύλη, die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch μύλλος.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 meule, moulin;
2 pierre meulière;
3 dent molaire;
4 maladie de femme.
Étymologie: μύλη.
2ου (ὁ) :
c. μύλλος.
Russian (Dvoretsky)
μύλος: (ῠ) ὁ
1) мельница Plut., NT;
2) мельничный камень, жернов NT, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μύλος: ὁ, = μύλη, ὡς καὶ νῦν, μύλος, Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) μυλίτης ὀδοὺς, τραπεζίτης, Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ μύλλος, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = μύλη IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύλος· σάρξ, ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]
English (Strong)
probably ultimately from the base of μόλις (through the idea of hardship); a "mill", i.e. (by implication), a grinder (millstone): millstone.
English (Thayer)
μύλου, ὁ (Latin mola; English mill, meal)); 1. a mill-stone (Anthol. etc.)): L WH μύλινος, which see); μύλος ὀνικός, L T Tr WH; a large mill consisted of two stones, an upper and an under one; the nether stone was stationary, but the upper one was turned by an ass, whence the name μύλος ὀνικός.
2. equivalent to μύλη, a mill (Diodorus, Strabo, Plutarch)): L T Tr WH; φωνή μύλου, the noise made by a mill, Revelation 18:22.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μύλος)
1. αλεστικό μηχάνημα που αποτελείται από δύο μεγάλους λίθινους δίσκους, από τους οποίους ο ένας παραμένει ακίνητος σε οριζόντια θέση, ενώ ο άλλος στρέφεται γύρω από άξονα πάνω από αυτόν είτε με το χέρι είτε με τροχούς που φέρουν πτερύγια κινούμενα κυκλικώς με ροή νερού ή με ρεύμα αέρα ή, τέλος, με κινητήρια δύναμη παραγόμενη από μηχανή
2. παρόμοια μηχανή για θρυμμάτισμα σκληρών πραγμάτων
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε μεταλλική συσκευή με κύλινδρο, ο οποίος κινείται με στρόφαλο και χρησιμεύει για κονιορτοποίηση ή λειοτρίβηση κόκκων ή πολτοποίηση μαλακών υλών (α. «μύλος του καφέ» β. «μύλος του κρέατος»)
2. μηχάνημα για άντληση ή άρση το οποίο λειτουργεί με πτερυγιοφόρο τροχό που περιστρέφεται από τον άνεμο ή από τη ροή νερού, ανεμαντλία ή υδροστρόβιλος
3. παιδικό παιχνίδι που έχει διατεταγμένα σε ακτινοειδή διάταξη πτερύγια, τα οποία περιστρέφονται από την πνοή του ανέμου ή με φύσημα
4. είδος περιστρεφόμενου πυροτεχνήματος, πυροστροβιλος
5. το ποώδες φυτό ουρόσπερμο το πικροειδές
6. φρ. α) «αλέθει καλά ο μύλος του» — έχει γερά δόντια ή γερό στομάχι
β) «έγινε μύλος» — έγινε μεγάλη αναταραχή, έγινε μπέρδεμα
7. παροιμ. α) «το σιτάρι γυρίζει, απογυρίζει, στο μύλο θα πάει» — οι άπιστοι σύζυγοι επιστρέφουν στο σπίτι τους μετά τις απιστίες τους
β) «σαν την κάτω πέτρα του μύλου» — λέγεται για οκνηρούς ανθρώπους
γ) «δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει» — χωρίς τα αναγκαία μέσα δεν επιτυγχάνεται τίποτε
δ) «ο καλός ο μύλος όλα τά αλέθει» — λέγεται για υγιές στομάχι που χωνεύει εύκολα όλες τις τροφές
(νεοελλ.-μσν.) το κτήριο όπου λειτουργεί το αλεστικό μηχάνημα («οι μύλοι της Μυκόνου»)
(μσν. -αρχ.) μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
αρχ.
1. ογκώδης λίθος, κοτρώνα
2. κυλινδροειδές μεταλλικό αντικείμενο με σχήμα μικρής ράβδου
3. γομφίος, μυλόδους, τραπεζίτης
4. σαρκώδης όγκος της μήτρας ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση, η μύλη
5. το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι
6. παροιμ. «ὀψὲ τῶν θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά» — λεγόταν για να δηλώσει ότι αυτοί που αδίκησαν τιμωρούνται, έστω και αργά
7. φρ. «μύλος ὀνικός» — ο όνος, δηλ. το επάνω μέρος του μύλου, η περιστρεφόμενη κυλινδρική πέτρα του μύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μύλη κατά τα αρσ. σε -ος].
Greek Monotonic
μύλος: [ῠ] (μύλη), μυλόπετρα, σε Στράβ.
Middle Liddell
μύλη
a millstone, Strab.
Chinese
原文音譯:mÚloj 祕羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:磨(石) 相當於: (רֵחַיִם)
字義溯源:磨石*,推磨的,大磨;或出自(μόλις)=艱難地*)
同源字:1) (μυλικός)磨坊的 2) (μύλινος / μύλος)磨石 3) (μυλών)磨坊
出現次數:總共(4);太(1);可(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 磨石(2) 太18:6; 啓18:21;
2) 推磨的(1) 啓18:22;
3) 大磨(1) 可9:42