μαρμαρίζω

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρίζω Medium diacritics: μαρμαρίζω Low diacritics: μαρμαρίζω Capitals: ΜΑΡΜΑΡΙΖΩ
Transliteration A: marmarízō Transliteration B: marmarizō Transliteration C: marmarizo Beta Code: marmari/zw

English (LSJ)

= μαρμαίρω, ἀκτῖνας προσώπου -ιζούσας Pi.Fr.123.2; ἡ -ίζουσα πέτρα, of quartz rock containing gold, D.S.3.12.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρίζω: (только part. praes.)
1) блистать, сверкать (ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.);
2) быть твердым как (или похожим на) мрамор (πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρίζω: μαρμαίρω, Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα πέτρα, πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, ἔνθα κακῶς μαρμαρυζόντων.

Greek Monolingual

μαρμαρίζω (Α) μαρμάρεος (I)]
μαρμαίρω, ακτινοβολώ, αστράφτω.