μονοτράπεζος

From LSJ
Revision as of 14:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτράπεζος Medium diacritics: μονοτράπεζος Low diacritics: μονοτράπεζος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: monotrápezos Transliteration B: monotrapezos Transliteration C: monotrapezos Beta Code: monotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.

German (Pape)

[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on laisse seul à table.
Étymologie: μόνος, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

μονοτράπεζος: (ᾰ) сажаемый за (или подаваемый на) отдельный стол: ξένια μονοτράπεζά τινι παρέχειν Eur. сажать какого-л. гостя за отдельный стол.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.

Greek Monolingual

μονοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζιξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].

Greek Monotonic

μονοτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό τραπέζι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονο-τράπεζος, ον τράπεζα
at a solitary table, Eur.