πατρογενής

From LSJ
Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρογενής Medium diacritics: πατρογενής Low diacritics: πατρογενής Capitals: ΠΑΤΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: patrogenḗs Transliteration B: patrogenēs Transliteration C: patrogenis Beta Code: patrogenh/s

English (LSJ)

ές, begotten of the father, Orac. ap. Dam.Pr.206.

German (Pape)

[Seite 536] ές, väterliches Geschlechts, vom Vater stammend, einheimisch, πατρογενεῖς θεοί, = πατρῷοι, Soph. Ant. 938, v.l. προγενεῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans le pays, indigène.
Étymologie: πατήρ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

πατρογενής: отечественный, местный (θεοί Soph. - v.l. προγενής).

Greek (Liddell-Scott)

πατρογενής: αἰών, Ἰω. Λυδ. π. μηνῶν Β΄. 11. - Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδοκιμάζεται ὡς κακὴ γραφή, εὑρεθεῖσα ἔν τισι χειρογράφοις τοῦ Σοφοκλέους (ἐν Ἀντιγόνῃ στ. 939) ἀντὶ τοῦ ὡς ὀρθοῦ ἐκεῖ θεωρουμένου προγενής.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο γεννημένος από τον Πατέρα, από το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής].