προσδιαστρέφω

Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

pervert besides, of persons, Plu.2.61b (Pass.), 697d; also τὴν αἴσθησιν ib.1083b.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu verdrehen, verderben, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

pervertir ou dépraver davantage.
Étymologie: πρός, διαστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαστρέφω: сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαστρέφω: διαστρέφω προσέτι, Πλούτ. 2. 61Β, 697D.

Greek Monolingual

Α
διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῖς κατηγοροῦσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῖς ἐπαινοῦσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῖν δοκοῦν τι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»].