τετράσκαλμος

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσκαλμος Medium diacritics: τετράσκαλμος Low diacritics: τετράσκαλμος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: tetráskalmos Transliteration B: tetraskalmos Transliteration C: tetraskalmos Beta Code: tetra/skalmos

English (LSJ)

ον, four-oared, D.S.40.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

τετράσκαλμος: с четырьмя уключинами, т. е. четырехвесельный (τὰ πλοῖα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά-σκαλμος)].