χολοποιός
From LSJ
English (LSJ)
όν, A producing bile, θέρος Hp.Hum.14, cf. S.E.M.9.96, etc. II χ., τό, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.
German (Pape)
[Seite 1363] Galle machend, erzeugend, Diosc.
Russian (Dvoretsky)
χολοποιός: производящий желчь Sext.
Greek (Liddell-Scott)
χολοποιός: -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, θέρος Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον ὄνομα τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που παράγει χολή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χολοποιόν
το κοινώς γνωστό σήμερα φυτό αβρότονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + -ποιός].