ἀμφιβώμιος

From LSJ
Revision as of 17:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβώμιος Medium diacritics: ἀμφιβώμιος Low diacritics: αμφιβώμιος Capitals: ΑΜΦΙΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: amphibṓmios Transliteration B: amphibōmios Transliteration C: amfivomios Beta Code: a)mfibw/mios

English (LSJ)

ον, at the altar, E.Tr.562.

Spanish (DGE)

-ον que tiene lugar en torno al altar σφαγαί E.Tr.562.

German (Pape)

[Seite 137] den Altar umgebend, σφαγαί Eur. Tr. 578; τροφαί Conj. Herm. Ion 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait autour de l'autel.
Étymologie: ἀμφί, βωμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιβώμιος: у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβώμιος: -ον, ὁ περὶ τὸν βωμόν, Εὐρ. Τρῳ. 578: ― ὡσαύτως ἀμφίβωμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμφιβώμιος, -ιον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βώμιος < βωμός.

Greek Monotonic

ἀμφιβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.

Middle Liddell

βωμός
round the altar, Eur.