ἐμπειροπόλεμος

Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, experienced in war, D.H.6.14, Ph.1.426: Sup., App.BC3.97. Adv. -μως ib.2.36.

Spanish (DGE)

-ον
I 1experto en la guerra, experto militar, δύναμις D.H.6.14, ἄνδρες Plu.Comp.Aem.Tim.1.4, Μανίλιος οὐδὲ τἆλλα ὢν ἐ. App.Pun.102, de las amazonas Anecd.Ludw.31.21
subst. τὸ ἐμπειροπόλεμον la experiencia guerrera de los romanos, D.H.12.7.
2 fig. curtido en la lucha dialéctica, Ph.1.325, espiritual, Cyr.Al.M.71.1060D, Nil.M.79.464A.
II adv. -ως de acuerdo con la experiencia militar εὐσταθεῖν App.BC 2.36.

German (Pape)

[Seite 811] im Kriege erfahren; D. Hal. 6, 14; Plut. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειροπόλεμος: опытный в военном деле, обладающий боевым опытом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειροπόλεμος: -ον, πεπειραμένος εἰς τὸν πόλεμον, Διον. Ἁλ. 6. 14 Φίλω 1. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπειροπόλεμος, -ον)
αυτός που έχει πείρα της στρατιωτικής ζωής και της τεχνικής τών μαχών.