ἐνναίω

From LSJ
Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνναίω Medium diacritics: ἐνναίω Low diacritics: ενναίω Capitals: ΕΝΝΑΙΩ
Transliteration A: ennaíō Transliteration B: ennaiō Transliteration C: ennaio Beta Code: e)nnai/w

English (LSJ)

dwell in, τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488; ὅσοισι [κακοῖσι] . . ὁρᾷς ἐνναίοντά με S.Ph.472, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22; ἐκεῖ S.OC 788: c. acc. loci, inhabit, Mosch.4.36, A.R.1.1076: in later Prose, [Κόρινθον] ἐ. ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46(3).27: 3pl. fut. Med. ἐννάσσονται A.R.4.1751: 3pl. aor. 1 Med. ἐννάσσαντο ib.1213, Call.Del.15: 3sg. aor. 1 Pass. ἐννάσθη A.R.3.1181.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iterat. 3a sg. ἐνναίεσκεν Opp.H.5.461; med. fut. 3a plu. ἐννάσσονται A.R.4.1751; med. aor. ind. ἐννάσσαντο A.R.4.1213, Call.Del.15, pas. ἐννάσθη A.R.3.1181]
I intr.
1 habitar, morar en c. dat., ἐν y dat. o adv. de lugar τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488, οἴκοις Ταρταρίοισι Orph.H.37.3, ἐν ὄρεσσιν A.R.4.519, ἐκεῖ S.OC 788, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22
fig. c. dat. abstr. vivir en medio de, entre ὁρᾷς ὅσοισί (κακοῖσι) τ' ἐξήκουσας ἐνναίοντά με S.Ph.472, ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46.27.
2 en v. med.-pas. asentarse, establecerse ἔνθα ... ἐννάσθη A.R.3.1181, ἵν' ... ἐννάσσονται A.R.4.1751, ἐνάσσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1213.
II tr. habitar c. ac. de lugar Θήβην Mosch.4.36, Κύζικον A.R.1.1076, λιθακὰς τε καὶ ἕρμακας Nic.Th.150, σορόν TAM 4(1).363.1 (II d.C.), ἠέρα Opp.H.2.40, Ἔρεβος Cod.Vis.Iust.24.

German (Pape)

[Seite 846] (s. ναίω), darin wohnen; ἐκεῖ Soph. O. C. 792; ὅσοισί τ' εἰσήκουσας ἐνναίοντά με (κακοῖς), sich darin befinden, Phil. 470; τοισίδε δόμοις Eur. Hel. 489; ἐν ὄρεσσιν Ap. Rh. 4, 519; c. acc., bewohnen, Θήβην Mosch. 4, 36, a. Sp., wie Opp. Hal. 2, 49; aor. ἐννάσσαντο Ap. Rh. 4, 1213, fut. ἐννάσσομαι 4, 1751; ἐννάσθη, er ließ sich nieder, 3, 1181.

French (Bailly abrégé)

habiter dans;
Moy. ἐνναίομαι être établi dans, résider dans.
Étymologie: ἐν, ναίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνναίω: (только praes.) обитать, жить (ἐκεῖ χώρας Soph.; τοισίδε δόμοις Eur.): ὁρᾶν τινα ἐνναίοντα κακοῖς Soph. видеть кого-л. в беде.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναίω: ναίω ἐν, κατοικῶ ἐντός, τοῖσι δ’ ἐνναίει δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 488· διατελῶ ἐν, οἴοις κακοῖσι... ὁρᾷς ἐνναίοντά με Σοφ. Φιλ. 472· διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὐμὸς ἐνναίων ἀεὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 788· μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, Θήβην κουροτρόφον ἐνναίουσιν Μόσχ. 4. 36, Ἀπολλ. Ρόδ.: - γ΄ πληθ. μέσ. μέλλ. ἐννάσσονται ὁ αὐτ. Δ. 1751· γ΄ πληθ. ἀορ. ἐννάσσαντο αὐτόθι 1213, Καλλ. εἰς Δῆλ. 15: ἀόρ. παθ. ἐννάσθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1181.

Greek Monolingual

ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῑ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

ἐνναίω: διαμένω, ζω, κατοικώ εντός, με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν. ἐκεῖ, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ, σε Μόσχ.

Middle Liddell


to dwell in a place, c. dat., Eur.; ἐνν. ἐκεῖ Soph.:—c. acc. loci, to inhabit, Mosch.