ἕεστο
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Epic 3 sg. plpf. Pass. of ἕννυμι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἕεστο: эп. 3 л. sing. ppf. к ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕεστο: Ἐπ. γ΄ ἑν. παθ. ὑπερσ. τοῦ ἕννυμι.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕεστο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.