ὄρεσφι
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρεσφι: (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к ὄρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.
English (Autenrieth)
see ὄρος.
Greek Monotonic
ὄρεσφι: -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.