ὑποτρομέω

From LSJ
Revision as of 22:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρομέω Medium diacritics: ὑποτρομέω Low diacritics: υποτρομέω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΕΩ
Transliteration A: hypotroméō Transliteration B: hypotromeō Transliteration C: ypotromeo Beta Code: u(potrome/w

English (LSJ)

A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95. II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρομέω: немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ὑποτρομέεσκον: tremble before.

Greek Monotonic

ὑποτρομέω: = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη, σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= ὑποτρέμω
to tremble under one, of a man's limbs, Il. [from ὑπότρομος