αὐτόχρους
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
-ουν, for contr. αὐτόχροος.
Spanish (DGE)
-ουν
1 que tiene su propio color, su color natural τὸ δ' αὐ. μέλαν ... φύσει βαπτόν ἐστι Plu.2.270f.
2 de un solo color χλαμύς Plu.2.330a, PCair.Zen.92.6 (III a.C.).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
v. αὐτόχροος.