αὐτοζήμιος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ον, self-punished, Hsch.s.v. αὐτόκαρνος.
Spanish (DGE)
-ον que se castiga a sí mismo Hsch.s.u. αὐτόκαρνος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοζήμιος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ τιμωρηθείς, Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐτόκαρνος.